- μουντάρω
- και μοντάρωκινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου, εφορμώ, χυμώ, επιτίθεμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare «ανεβαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουντάρω — μουντάρω, μούνταρα και μουντάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μουντάρω — (λ. ιταλ.), μούνταρα και μουντάρισα, ορμώ αιφνιδιαστικά, ρίχνομαι σε κάποιον, χιμώ, αρπάζω: Μούνταρε πάνω της και την άρπαξε από το μαλλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοντάρω — (I) 1. τεχνολ. συναρμολογώ τα τμήματα μιας μηχανής 2. (γραφ. τέχν. κινην. φωτογρ.) κάνω μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare (βλ. λ. μοντάζ)]. (II) βλ. μουντάρω … Dictionary of Greek
μουντάρισμα — το αιφνίδια επίθεση εναντίον κάποιου, εφόρμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουντάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, λιντσάρ ισμα)] … Dictionary of Greek